Τα μεγάλα σαρκοφάγα
Wolf
Ο λύκος είναι σαρκοφάγο θηλαστικό και αποτελεί τον μεγαλύτερο εκπρόσωπο των κυνοειδών. Το επιστημονικό του όνομα είναι Canis lupus το οποίο αναφέρεται στο γένος και το είδος αντίστοιχα.
Γκρίζος και κόκκινος λύκος
Ο λύκος πήρε την τωρινή του μορφή εδώ και 1 εκατομμύριο έτη περίπου, δηλαδή πολύ πριν την εμφάνιση του σημερινού ανθρώπου. Σήμερα, ως αποτέλεσμα της γενετικής εξέλιξης χιλιάδων ετών, επιβιώνουν δύο είδη λύκων: ο γκρίζος ( Canis lupus ) και ο κόκκινος λύκος ( Canis rufus ). Τα δύο αυτά είδη περιλαμβάνουν 30 περίπου υποείδη που ζουν σε συγκεκριμένες περιοχές σε όλο τον πλανήτη. Το βάρος του μεσογειακού λύκου κυμαίνεται από 20 ως 40 κιλά και το μήκος του φθάνει το 1 με 1,5 μέτρο . Στο τρίχωμα του κυριαρχεί το καφέ σώμα με χαρακτηριστική γκρίζα ράχη. Το κρανίο του είναι μεγάλο σε σχέση με το σώμα του, με ισχυρές γνάθους για αρπαγή και τεμαχισμό της λείας. Διαθέτει 42 δόντια με χαρακτηριστικά μεγάλους κυνόδοντες που φθάνουν ως και 7εκ. Το δάγκωμά του έχει απίστευτη δύναμη και μπορεί να διαπεράσει στρώμα δέρματος και τριχώματος αρκετών εκατοστών. Το στέρνο του είναι μυώδες και τα πόδια του εξαιρετικά δυνατά και ψηλά ώστε ν’ αναπτύσσει μεγάλες ταχύτητες, ως και 40 km/h ,όταν τρέχει.
Χάρτης κατανομής
Ο λύκος (Canis lupus) είναι σαρκοφάγο θηλαστικό και ανήκει στην οικογένεια των κυνοειδών, όπως και ο σκύλος. Ζει περίπου 10 χρόνια και το βάρος του κυμαίνεται 20 – 40 κιλά. Ο λύκος είναι ζώο συντροφικό και δημιουργεί αγέλες. Το μέγεθος μιας αγέλης στην Ελλάδα αποτελείται από 3-4 άτομα. Στο παρελθόν, ο λύκος έχει υπάρξει το θηλαστικό με τη μεγαλύτερη κατανομή στον κόσμο μετά τον άνθρωπο, λόγω της προσαρμοστικότητας του. Ο λύκος κυνηγήθηκε έντονα από τον άνθρωπο στο παρελθόν λόγω των ζημιών που προκαλούσε στην κτηνοτροφία αλλά και λόγω των δεισιδαιμονιών που ακολουθούσαν το όνομά του. Έτσι, στους μύθους και τα παραμύθια ο λύκος παρουσιάζεται συχνά ως “κακός”, “πονηρός” ή “ψεύτης”. Στην Ελλάδα, ο λύκος είναι ένα προστατευόμενο είδος σύμφωνα με την ελληνική και τη διεθνή νομοθεσία.
Μάθετε περισσότερα για τον
Όσφρηση: η όσφρηση είναι η ισχυρότερη αίσθηση του λύκου. Οι λύκοι μπορούν να εντοπίσουν το θήραμά τους σε απόσταση 3 χιλιομέτρων μόνο από τη μυρωδιά.
Ακοή: η ακοή τους είναι επίσης ένα από τα δυνατά τους σημεία. Αντιλαμβάνονται ήχους σε ευρύ φάσμα συχνοτήτων από 250 Hz ως 30.000 Hz
Οι λύκοι μπορούν να επικοινωνούν και να ακούν ο ένας τον άλλον ακόμη και όταν ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται απόλυτη σιωπή.
Όραση: Αν και η όραση δεν είναι από τα πιο δυνατά τους σημεία, οι λύκοι βλέπουν αρκετά καλά και με τη βοήθεια των δύο ισχυρών αισθήσεων τους μπορούν να εντοπίσουν τα θηράματά τους αλλά και να αποφύγουν τους κινδύνους.
Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται οι βασικότερες παράμετροι της βιολογίας του είδους.
Μέγιστη διάρκεια ζωής | ~10 έτη |
Ηλικία σεξουαλικής ωρίμανσης |
22 μήνες
|
Αναπαραγωγικό μεσοδιάστημα | 1 έτος . Οι απόγονοι παραμένουν με τη μητέρα τους και την υπόλοιπη αγέλη κατά μέσο όρο, για διάστημα 1-2 ετών ή και περισσότερο. Στη συνέχεια παρατηρείται διασπορά των νεαρών ατόμων. |
Αριθμός νεογνών ανά γέννα
|
1-6 |
Περίοδος γονιμότητας θηλυκών | 8 έτη |
Περίοδος ζευγαρώματος | Ιανουάριος- Μάρτιος (διάρκεια:30 ημέρες, οίστρου :5-7 ημέρες) |
Διάρκεια κυοφορίας | 63 ημέρες Οι περισσότερες γέννες γίνονται κατά τη διάρκεια των μηνών Απριλίου-Μαΐου (εμφύτευση γονιμοποιημένου ωαρίου: άμεση) |
Διάρκεια θηλασμού | 2-4 μήνες |
Αναλογία θηλυκών: αρσενικών ατόμων | 1:1 |
Βάρος ενηλίκων |
Αρσενικά: 28-45, Θηλυκά 25-35 kgr (διαφέρει με τη περιοχή)
|
Ποσοστό αναπαραγόμενων ατόμων | 40-50% των θηλυκών αναπαράγονται ετησίως |
Ηλικία διασποράς | 12-18 μήνες (κατά μέσο όρο) |
Αποστάσεις διασποράς |
40- 50 χιλ. ημερησίως (άτομα σε διασπορά)
|
Κοινωνική οργάνωση | Οικογενειακές ομάδες από το αναπαραγωγικό ζευγάρι και τους απογόνους της χρονιάς |
Είδος μονογαμικό | Μόνο ένα αναπαραγωγικό ζεύγος ανά αγέλη |
Επιλογή βιοτόπου | Ημιορεινές και ορεινές περιοχές με επάρκεια τροφικών πηγών (κτηνοτροφικά ζώα, σκουπιδότοποι, θέσεις απόθεσης νεκρών ζώων). Απαιτείται η παρουσία πυκνών δασωμένων περιοχών με μόνιμη παροχή νερού για φωλεοποίηση και αναπαραγωγή (Ελλάδα) |
Τροφικές συνήθειες | Σαρκοφάγο: Κτηνοτροφικά ζώα, περιστασιακά άγρια οπληφόρα, πτώματα. Περιστασιακά σαρκώδεις καρποί. |
Αναλογία πληθυσμού | Ενήλικα: 33%, 1-2 ετών 33%, 0-1: 33%. |
Η σεξουαλική ωρίμανση του λύκου επέρχεται σε ηλικία 22 μηνών, σπανιότερα δε και νωρίτερα (σε περιπτώσεις μεγάλης αφθονίας τροφής). Ο λύκος αναπαράγεται μια φορά κάθε χρόνο. Το ζευγάρωμα γίνεται συνήθως τους μήνες από τον Ιανουάριο έως και το Μάρτιο. Την περίοδο αυτή το αρσενικό αναπαραγωγικό άτομο της αγέλης εντείνει την επιτήρηση της επικράτειας αφήνοντας περισσότερα σημάδια στην περιφέρειά της σε σχέση με τις υπόλοιπες εποχές.
Η έναρξη του οίστρου στους λύκους ορίζεται αποκλειστικά από τη φωτοπερίοδο. Σε αντίθεση με τα αρσενικά σκυλιά που εν δυνάμει μπορούν να ζευγαρώσουν δύο φορές το χρόνο και οποιαδήποτε εποχή, ο αρσενικός λύκος καθίσταται ικανός για γονιμοποίηση μόνο την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου. Την περίοδο αυτή η έκκριση τεστοστερόνης φτάνει σε υψηλά επίπεδα σε αντίθεση με την περίοδο άνοιξης-καλοκαιριού.
Στην περίπτωση που στην αγέλη υπάρχουν παραπάνω από δυο ενήλικα και ικανά για αναπαραγωγή θηλυκά, μόνο το ένα από αυτά ζευγαρώνει αν και σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί ζευγαρώσουν και δυο μέσα στην ίδια αγέλη.
Η περίοδος εγκυμοσύνης διαρκεί 60-65 ημέρες. Δυο εβδομάδες πριν τη γέννα η λύκαινα προετοιμάζει τη φωλιά η οποία βρίσκεται συνηθέστερα σε περιοχές με τη μέγιστη δυνατή δασοκάλυψη και χαμηλή όχληση από ανθρώπινες δραστηριότητες και πάντα σε κοντινή απόσταση από μόνιμη παροχή νερού. Η φωλιά βρίσκεται συνήθως σε φυσική κοιλότητα ή σκάβεται από το θηλυκό λύκο σε μαλακό υπόστρωμα.
Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί φωλιές αρκετά κοντά σε χωριά και σε αποστάσεις 1- 2 χιλιομέτρων από αυτά. Το γεγονός αυτό συνδέεται με διαθεσιμότητα τροφής που είναι μεγαλύτερη κοντά σε ανθρώπινους οικισμούς.
Τα λυκάκια γεννιόνται τυφλά και κουφά. Ανοίγουν τα μάτια τους στις δυο περίπου εβδομάδες. Θηλάζουν για περίπου 9 εβδομάδες ή και περισσότερο. Τις πρώτες εβδομάδες της ζωής τους παραμένουν πάντα κοντά στη φωλιά και στη συνέχεια αρχίζουν και απομακρύνονται από αυτή σε αποστάσεις λίγων εκατοντάδων μέτρων. Αν υπάρξει σοβαρή όχληση κοντά στη φωλιά από ανθρώπινες δραστηριότητες, η λύκαινα μεταφέρει τα λυκάκια σε εφεδρική φωλιά.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού τα λυκάκια ακολουθούν τα υπόλοιπα μέλη της αγέλης σε συγκεκριμένες θέσεις, συνήθως σε μικρά ξέφωτα κοντά σε πηγή νερού με πυκνή βλάστηση, ώστε να παραμείνουν ασφαλή όταν τα ενήλικα άτομα λείπουν προς εξεύρεση τροφής. Οι θέσεις αυτές αναφέρονται στη βιβλιογραφία ως rendezvous sites , αφού εκεί συναντιέται όλη η αγέλη, και αποτελούν το κέντρο της δραστηριότητάς της την εποχή αυτή. Συνηθέστερα, μαζί με τα λυκάκια παραμένει και ένα μεγαλύτερο σε ηλικία ζώο προς επιτήρησή τους. Μετά τον απογαλακτισμό τους και μέχρι την ηλικία των 6-7 μηνών τα λυκάκια τρέφονται με μισοχωνεμένη τροφή που εξεμούν τα ενήλικα άτομα επιστρέφοντας στις θέσεις συνάντησης. Μόλις αποκτήσουν τη μόνιμη οδοντοφυΐα τους σε ηλικία περίπου 7 μηνών, αρχίζουν και ακολουθούν την υπόλοιπη αγέλη στις περιπλανήσεις της.
Η θνησιμότητα των νεαρών λύκων είναι πολύ υψηλή και ξεπερνά ακόμα και το 50%. Έτσι αν και ο αριθμός απογόνων ανά γέννα μπορεί να είναι μέχρι και 6 λυκάκια, πολύ λιγότερα από αυτά επιβιώνουν μετά το πέρας του πρώτου χειμώνα της ζωής τους.
Με την είσοδο του χειμώνα η αγέλη εισέρχεται στη λεγόμενη «νομαδική φάση» όπου μετακινείται συνεχώς μέσα στα όρια της επικράτειάς της.
Ο λύκος είναι ένα από τα πιο προσαρμοστικά είδη μεγάλων θηλαστικών. Η προσαρμογή του σε ποικίλα περιβάλλοντα και κυρίως στον άνθρωπο και στις ποικίλες δραστηριότητές του, οφείλεται κύρια στην μεγάλη ευελιξία της συμπεριφοράς του. Οι λύκοι εκτός από τα ακραία περιβάλλοντα όπου μπορούν να ζήσουν, από τις αρκτικές μέχρι τις ερημικές περιοχές, μπορούν να επιβιώσουν σε περιοχές κοντά στον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του.
Δυο είναι οι σημαντικότεροι παράμετροι που καθορίζουν την επιτυχία επιβίωσης: Ο βαθμός ανοχής που δείχνουν οι ανθρώπινες κοινωνίες και ο ρυθμός με τον οποίο συντελούνται οι όποιες αλλαγές στο βιότοπο του είδους.
Γρήγορες και εκτεταμένες στο χώρο αλλαγές, περιορίζουν την ικανότητα και την ταχύτητα προσαρμογής του είδους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε γρήγορη πληθυσμιακή κατάρρευση, όπως συνέβη στις ΗΠΑ με την έλευση του λευκού ανθρώπου, όπου οι αλλαγές στον βιότοπο του είδους ήταν τόσο δραματικές και γρήγορες (όπως η θεαματική μείωση των άγριων οπληφόρων σε συνδυασμό με το ανελέητο κυνήγι του είδους) που δεν έδωσαν την ευκαιρία στους λύκους να προσαρμοσθούν ανάλογα.
Ανά τον κόσμο, την πιο σημαντική τροφή για το λύκο αποτελούν τα μεσαίου και μεγάλου μεγέθους οπληφόρα- είτε άγρια, είτε κατοικίδια (κτηνοτροφικά ζώα). Ως κατ’εξοχήν σαρκοφάγο ζώο ο λύκος βρίσκεται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας είτε ως θηρευτής ή/και ως νεκροφάγο ζώο. Ο λύκος εμφανίζει τροφική ευελιξία και μπορεί να επιβιώσει κυνηγώντας πολύ μεγάλα σε μέγεθος οπληφόρα όπως η άλκη ή ο βίσωνας, αλλά σε περιοχές ή περιόδους όπου τα μεγάλα οπληφόρα απουσιάζουν, στρέφεται και σε μικρότερα θηλαστικά, κτηνοτροφικά ζώα, σκουπίδια και υπολείμματα από σφαγεία και άλλες ανθρωπογενούς προέλευσης πηγές τροφής.
Η επιλογή βιοτόπου από τους λύκους εξαρτάται πολύ από τη διαθεσιμότητα της τροφής. Πολλοί άνθρωποι έχουν στο μυαλό τους τη ρομαντική εικόνα μιας αγέλης λύκων που ζει στις πιο ακατοίκητες περιοχές, μέσα σε πυκνά δάση μακριά από τον άνθρωπο. Εν μέρει αυτό είναι αληθές, μόνο εφόσον υπάρχει κάτι να φάει εκεί!. Σε χώρες όπου υπάρχει αφθονία φυσικής λείας για το λύκο, όντως οι λύκοι αναλαμβάνουν ευχαρίστως το ρόλο τους ως θηρευτές και ο βιότοπος τους ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με τις περιοχές μεγάλης παραγωγικότητας που συντηρούν πληθυσμούς άγριων φυτοφάγων.
Στην Ελλάδα οι πληθυσμοί των άγριων οπληφόρων, που εν δυνάμει αποτελούν τροφή για το λύκο όπως το ζαρκάδι και ο αγριόχοιρος, βρίσκονται σε χαμηλές πυκνότητες στις περισσότερες περιοχές της κατανομής τους. Το ελάφι έχει ουσιαστικά εξαφανισθεί και το αγριόγιδο βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλούς αριθμούς, σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, που έχουν αποκαταστήσει με κατάλληλες διαχειριστικές τεχνικές τους πληθυσμούς τους.
Ο λύκος μέχρι στιγμής στην Ελλάδα, βασίζεται τροφικά στα κτηνοτροφικά ζώα, στους σκουπιδότοπους, τρέφεται από πτώματα ζώων που προέρχονται από σφαγεία, εγκαταστάσεις με σταβλισμένα βοοειδή ή χοίρους και, όχι σπάνια, επιτίθενται σε κυνηγετικούς ή αδέσποτους σκύλους. Έτσι, είναι συνηθισμένες οι εμφανίσεις λύκων στα περίχωρα μεγάλων πόλεων στις παρυφές ή και μέσα σε χωριά, σε καλλιεργούμενες εκτάσεις και γενικά περιοχές όπου μπορούν να βρουν εύκολα τροφή.
Ο πληθυσμός του λύκου αποτελείται από μικρές οικογενειακές ομάδες (αγέλες) οι οποίες διατηρούν μια αποκλειστική περιοχή- επικράτεια και οι οποίες δεν επικαλύπτονται παρά ελάχιστα μεταξύ τους. Το μέγεθος μιας αγέλης λύκου στην Ελλάδα αποτελείται από 3-4 άτομα κατά μέσο όρο, ενώ το εύρος ανά τον κόσμο είναι από 2 έως και 42 άτομα!.
Οι αγέλες αποτελούνται συνήθως από το αναπαραγωγικό ζευγάρι και τους απογόνους τους, της ίδιας χρονιάς ή και των προηγούμενων ετών. Έχει παρατηρηθεί ακόμα και παραμονή απογόνων στην αγέλη ηλικίας 4 ετών.
Το μέγεθος της αγέλης εξαρτάται από την ποιότητα, την ποσότητα, τη διαθεσιμότητα της τροφής και την κατανομή της στο χώρο, το μέγεθος του πιο συστηματικά θηρευόμενου είδους, την ανθρωπογενή θνησιμότητα και την πυκνότητα του πληθυσμού του λύκου στο σύνολό του.
Η επικράτεια της αγέλης «περιπολείται» συστηματικά από το αναπαραγωγικό ζευγάρι και υπερασπίζεται από εισβολείς σθεναρά, ενώ υπάρχει ισχυρή τάση για τη διατήρησή της ακόμα και αν μόνο ένα ενήλικο μέλος από την αγέλη παραμείνει σ’ αυτήν. Αν και ξένοι λύκοι που εισέρχονται στην επικράτεια συνήθως διώκονται – ακόμα και θανατώνονται, υπάρχουν όμως και αρκετές περιπτώσεις όπου ξένα από την αγέλη άτομα υιοθετήθηκαν από αυτήν και έγιναν μάλιστα και αναπαραγωγικά άτομα.
Η έκταση της επικράτειας μιας αγέλης ποικίλει σημαντικά και εξαρτάται, επίσης, από τη διαθεσιμότητα τροφής, την κατανομή της στο χώρο, τη διαθεσιμότητά στο χρόνο και την πυκνότητα του πληθυσμού του λύκου στην ευρύτερη περιοχή.
Η μικρότερη επικράτεια αγέλης λύκων που αναφέρεται στη βιβλιογραφία είναι 33 τετ. χιλ. ενώ η μεγαλύτερη (Αλάσκα) 6300 τετ.χιλ. Λύκοι-νομάδες που ακολουθούν τα κοπάδια των οπληφόρων στην αρκτική ζώνη κατά τις μετακινήσεις τους, περιπλανώνται σε εκτάσεις μέσου μεγέθους 63.000 τετ.χιλ έκταση ανάλογη με αυτή της ηπειρωτικής Ελλάδας. Βέβαια στις περιπτώσεις αυτές, οι τεράστιες αυτές εκτάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επικράτειες.
Στην Ελλάδα με τα δεδομένα που έχουν μέχρι στιγμής συγκεντρωθεί από την κατανομή γειτονικών αγελών στο χώρο, καθώς και από περιορισμένη εφαρμογή της ραδιο-τηλεμετρίας , το μέγεθος των επικρατειών κυμαίνεται από 100 έως 300 τετ.χιλ.
Αντίθετα με ότι πιστεύεται από αρκετούς κτηνοτρόφους, οι λύκοι στην Ελλάδα δεν ακολουθούν τα κοπάδια ελεύθερης βοσκής κατά τις μετακινήσεις τους. Οι αγέλες που μέχρι στιγμής έχουν μελετηθεί, πέρα από εποχιακές μικρές σχετικά μετακινήσεις και μικρές μετατοπίσεις της επικράτειάς τους, παραμένουν όλο το χρόνο στην ευρύτερη περιοχή της.
Τα όρια μιας επικράτειας «διαφημίζονται» τακτικά από το αναπαραγωγικό ζευγάρι τις αγέλης με οσφρητικά και ακουστικά μηνύματα. Τα ζώα ουρούν ή αφήνουν περιττώματα σε χαρακτηριστικά σημεία της επικράτειας τους (διασταυρώσεις, ράχες, διάσελα) και κυρίως στην περιφέρεια της, ενώ με το ουρλιαχτό επίσης προειδοποιούν σε πραγματικό χρόνο για την παρουσία τους άλλα άτομα λύκου ξένα προς την αγέλη σε αποστάσεις μεγαλύτερες από 10 χιλιόμετρα . Το σημάδεμα της επικράτειας με ούρηση ή περιττώματα, δίνει πληροφορίες για το φύλο, την φυσική κατάσταση και την αναπαραγωγική κατάσταση του κάθε ζώου. Γδαρσίματα, επίσης, στο έδαφος αφήνουν οσφρητικό αποτύπωμα προερχόμενο από αδένες ανάμεσα στα δάκτυλα των ποδιών.
Οι μηχανισμοί αυτοί έχουν εξελιχθεί έτσι ώστε να αποφεύγεται η συνάντηση των γειτονικών αγελών και να περιορίζονται οι απώλειες από τις συγκρούσεις μεταξύ τους. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις όπου άτομα από μια αγέλη μπορεί να εισέλθουν στην περιοχή της γειτονικής τους αγέλης με αποκλειστικό σκοπό την εκδίωξη ή θανάτωσή τους για την προσάρτηση εκτάσεων στην επικράτειά τους και την εκμετάλλευση τροφικών πηγών.
Η ανάγκη για αναπαραγωγή και ο ανταγωνισμός μέσα στην αγέλη για τροφή οδηγεί σταδιακά όλους τους απογόνους ενός αναπαραγωγικού ζευγαριού μιας αγέλης στο να εγκαταλείψουν την περιοχή όπου γεννήθηκαν (διασπορά).
Διασπορά ατόμων από την αγέλη συμβαίνει συνήθως μετά το πρώτο έτος της ηλικίας τους μερικές φορές αρκετά νωρίτερα (6 μηνών) ή και πολύ αργότερα. Κατά τη διασπορά, ένας λύκος μπορεί να διανύσει πολύ μεγάλες αποστάσεις προς αναζήτηση κενής περιοχής για εγκαθίδρυση άλλης επικράτειας ή προς αναζήτηση διαθέσιμου συντρόφου ή άλλης αγέλης, ανάλογα με την ηλικία του. Ένα ποσοστό των λύκων που κάνουν διασπορά, δεν ενσωματώνονται σε κάποια αγέλη ή δε δημιουργούν δική τους, αλλά περιπλανώνται διακριτικά, μεταξύ των επικρατειών διαφόρων αγελών (μοναχικοί λύκοι) και συνήθως αντιπροσωπεύουν το 5 με 20% του συνολικού πληθυσμού του είδους σε μια περιοχή. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ακόμα δεδομένα από διαδρομές διασποράς. Από τη σχετική όμως βιβλιογραφία οι αποστάσεις κυμαίνονται από λίγα έως και 800 χιλ!.
Ο λύκος έχει υπάρξει το θηλαστικό με τη μεγαλύτερη κατανομή στον κόσμο μετά τον άνθρωπο. Η κατανομή του κάλυπτε σημαντικό μέρος του Β. ημισφαιρίου εκτός από τις τροπικές περιοχές, από τον Βόρειο αρκτικό κύκλο έως τις έρημους της Σαουδικής Αραβίας. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει τη μεγάλη ευελιξία του είδους και την υψηλή προσαρμοστικότητά του σε ποικίλα περιβάλλοντα. Σήμερα, αν και η αρχική κατανομή του έχει περιορισθεί σημαντικά, είναι ακόμα αρκετά εκτεταμένη, με τους μεγαλύτερους πληθυσμούς του είδους να απαντώνται στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, Ευρασίας και Β. Αμερικής (Καναδάς, Αλάσκα). Εντυπωσιακή ήταν η εξαφάνιση του λύκου (με τη θανάτωση εκατομμυρίων ζώων) από τις Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής, εκτός ελαχίστων περιοχών στα σύνορα με τον Καναδά, κατόπιν οργανωμένων και επίμονων προσπαθειών του ανθρώπου.
Ο λύκος στην Ευρώπη κυνηγήθηκε εξίσου επίμονα με αποτέλεσμα στις αρχές του αιώνα να έχει εξαφανισθεί από το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου με εξαίρεση τις Μεσογειακές και Βαλκανικές χώρες. Τα τελευταία, όμως, 20 χρόνια λύκοι επανεμφανίσθηκαν στη Σκανδιναβική χερσόνησο και την Κεντρική Ευρώπη (Γαλλία, Αυστρία) ως αποτέλεσμα ανάκαμψης των πληθυσμών τους, μετακινούμενοι από γειτονικές χώρες. Η ανάκαμψη των πληθυσμών του λύκου στην Ευρώπη οφείλεται στο συνδυασμό της βελτίωσης του βιοτόπου του (αποκατάσταση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων), με τη βελτίωση του νομικού καθεστώτος προστασίας του είδους και τη μεγαλύτερη ανοχή για το είδος από τον άνθρωπο.
Για τα πιο πρόσφατα στοιχεία σχετικά με την εξάπλωση των μεγάλων σαρκοφάγων στην Ευρώπη επισκεφτείτε την σελίδα της Eυρωπαϊκής Ένωσης, όπου μπορείτε να κατεβάσετε σε μορφή pdf το φυλλάδιο του LCIE στην έρευνα του οποίου συνετέλεσε η Καλλιστώ. Επίσης μπορείτε να επισκεφτείτε την επίσημη βάση δεδομένων για την κατάσταση των 5 ειδών σαρκοβόρων σε Ευρώπη και Βαλκάνια που αποτελεί το αποτέλεσμα του προγράμματος του ΙΕΑ/LCIE όπου η Καλλιστώ είχε την ευθύνη για τα Βαλκάνια.