Τα μεγάλα σαρκοφάγα
Ο λύγκας
Ο Ευρασιατικός λύγκας, ανήκει στα αιλουροειδή και είναι το μεγαλύτερο από τα 4 είδη λύγκα που υπάρχουν. Ο κοντινότερος συγγενής του, ο Ιβηρικός Λύγκας ζει, αποκλειστικά, στην Ιβηρική χερσόνησο και αντίστοιχα, στα Βαλκάνια βρίσκουμε το βαλκανικό λύγκα.
Πρόκειται για ένα αρκετά μεγαλόσωμο ζώο, το τρίτο σε μέγεθος σαρκοφάγο της Ευρώπης μετά την αρκούδα και το λύκο. Διαθέτει μακριά πόδια με μεγάλες πατούσες και κοφτερά νύχια, με τα οποία αρπάζει το θήραμα του. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και οι μαύρες τούφες που κοσμούν τα τριγωνικά του αυτιά αποτελούν το χαρακτηριστικότερο γνώρισμά του. Το χρώμα του ποικίλει ανάλογα με την περιοχή στην οποία ζει. Ζει, κυρίως, στα δάση και είναι μοναχικό ζώο που δεν δημιουργεί ομάδες, παρά μόνο στην περίπτωση θηλυκού λύγκα που συνοδεύεται από νεαρό της ίδιας χρονιάς
Μάθε περισσότερα για τον λύγκα
Ο λύγκας τρέφεται κυρίως με άγρια οπληφόρα, όπως ζαρκάδια και αγριόγιδα. Κάποιες φορές προτιμά και μεγαλύτερα θηράματα όπως ελάφια, άλκες και αγριογούρουνα. Όταν δεν υπάρχει μεγάλη διαθεσιμότητα σε μεγάλα θηράματα καταφεύγει σε πουλιά, λαγούς και τρωκτικά. Στις Σκανδιναβικές χώρες, ο λύγκας τρέφεται και με ταράνδους. Οι επιθέσεις στα κοπάδια των κτηνοτρόφων αποτελούν ένα σοβαρό πρόβλημα κυρίως στη Φινλανδία. Καταστροφές στο κτηνοτροφικό κεφάλαιο καταγράφονται επίσης, στην Γαλλία αλλά και στην Ελβετία και Αυστρία. Ο βαλκανικός λύγκας είναι μικρότερος σε μέγεθος από τον Ευρασιατικό λύγκα και καταναλώνει 1-2,5 κιλά κρέας την ημέρα.
Ο βαλκανικός λύγκας καταλαμβάνει κυρίως ορεινές περιοχές (600-2000 μέτρα) στο νότιο τμήμα της Δειναρικής οροσειράς. Τα κύρια ενδιαιτήματα αποτελούν φυλλοβόλα δάση (οξιά, δρυς, καστανιά), δάση κωνοφόρων (ελάτη και πευκοδάση), μικτά δάση (έλατα Χ οξιάς), αλλά και περισσότερο κατακερματισμένες δασικές εκτάσεις. Χρησιμοποιεί βραχώδεις και θερμές τοποθεσίες ως ημερήσια σημεία ανάπαυσης. Θαμνότοποι και αγροτικές περιοχές χρησιμοποιούνται περισσότερο ως περιοχές κυνηγιού και τροφοληψίας και όχι ως περιοχές αναπαραγωγής.
Στην Ελλάδα, κατά το παρελθόν, o λύγκας είχε σημαντικά εκτεταμένη κατανομή. Το είδος ήταν παρόν στη βόρεια Ελλάδα αλλά και στην Ήπειρο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο, με εντονότερη την παρουσία του στην οροσειρά της Πίνδου, και στα βουνά της Μακεδονίας και της Θράκης: Βίτσι, Βαρνούντας, Βόρας, Ροδόπη. Περί το 1950, καταγραφές αναφέρουν χωρικούς να βλέπουν λύγκες στα δάση της λίμνης Βιστωνίδας, στο δέλτα του Νέστου και στο δάσος Κοτζά Ορμάν.
Οι τελευταίες επιβεβαιωμένες μαρτυρίες για παρουσία του λύγκα ήταν στα βουνά του Έβρου, προς το τέλος της δεκαετίας του ‘60, όπου οι άνθρωποι ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με το είδος, το οποίο ονόμαζαν «σαρί γκουτζούκ» (σαρί= κοκκινωπός, γκουτζούκ= κοντή ουρά). Οι ντόπιοι ανέφεραν ότι ήξεραν και το κλάμα του λύγκα που ακούγοντάς το, πίστευαν ότι ο λύγκας φόβιζε και έδιωχνε μακριά το λύκο, ο οποίος ήταν κυρίως υπεύθυνος για τις ζημιές στα κοπάδια. Τα τελευταία δύο άτομα λύγκα στην περιοχή του Έβρου παρατηρήθηκαν από ντόπιους κτηνοτρόφους στο τέλος της δεκαετίας του ’60.
Έτσι, ενώ τον 19ο και κυρίως τον 20ο αιώνα η κατανομή του συρρικνώθηκε σημαντικά, προς το τέλος του 20ου αιώνα οι αναφορές παρουσίας του σχεδόν εκμηδενίστηκαν. Ως πιθανές αιτίες για τη δραματική μείωση της έκτασης της κατανομής του ήταν η εκτεταμένη κτηνοτροφία, το κυνήγι, η δραματική μείωση των πληθυσμών των θηραμάτων του και η καταστροφή των βιοτόπων του.
Σήμερα, η πληθυσμιακή κατάσταση του λύγκα στην Ελλάδα, παραμένει αβέβαιη αφού υπάρχουν μόνο σκόρπιες αναφορές για εμφάνιση λύγκα στη Βόρεια Πίνδο, στο όρος Βόρας ή και αλλού, χωρίς όμως να υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την παρουσία του ζώου. Οι ελάχιστες επιβεβαιωμένες μαρτυρίες υποδηλώνουν άμεση επικοινωνία με το πληθυσμό των Βαλκανίων. Άτομα του είδους έρχονται στην Ελλάδα από γειτονικές χώρες, γεγονός που δεν μας ξαφνιάζει δεδομένου ότι ο λύγκας πραγματοποιεί τεράστιες μετακινήσεις που φτάνουν και τα 300 χλμ. για να αποικίσει νέες περιοχές.
Για τα πιο πρόσφατα στοιχεία σχετικά με την εξάπλωση των μεγάλων σαρκοφάγων στην Ευρώπη επισκεφτείτε την σελίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου θα βρείτε την επίσημη βάση δεδομένων για την κατάσταση των 5 ειδών σαρκοφάγων στην Ευρώπη, σύμφωνα με το LCIE, στην έρευνα του οποίου συνετέλεσε η Καλλιστώ.
Η εγκατάλειψη των πρακτικών της παραδοσιακής κτηνοτροφίας, αλλά και η μετανάστευση του μεγαλύτερου μέρους του ντόπιου πληθυσμού σε μεγαλύτερες πόλεις οδήγησε σε μια σημαντική αύξηση της δασικής κάλυψης στην Ελλάδα. Τα πυκνά δάση, κυρίως όπως αυτά της Ροδόπης και της Β. Πίνδου, σήμερα καλύπτουν περιοχές, οι οποίες προηγουμένως ήταν κατά κύριο λόγο βοσκοτόπια. Αν και η δασική κάλυψη αυξάνεται, η διαθεσιμότητα φυσική λείας παραμένει μάλλον φτωχή στις περιοχές εκείνες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν βιότοπο του λύγκα. Όσο αφορά στα άγρια θηράματα:
1.Το κόκκινο ελάφι έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί από τη χώρα. Μόνο λίγα άτομα υπάρχουν ακόμη στην οροσειρά της Ροδόπης και ο πληθυσμός της Πάρνηθας που έχει προκύψει από επανεισαγωγή του είδους.
2.Η κατανομή του ζαρκαδιού είναι ευρεία, αλλά οι πληθυσμοί του έχουν μειωθεί σημαντικά εξαιτίας της λαθροθηρίας.
3.Το αγριόγιδο υπάρχει ακόμη, αλλά μόνο σε μικρούς απομονωμένους πληθυσμούς
4. Άλλα είδη θηραμάτων (λαγός, αγριόγαλος, πέρδικα) μπορεί μεν να έχουν ευρεία κατανομή, ωστόσο η πυκνότητα του πληθυσμού τους είναι είτε χαμηλή είτε άγνωστη.
Ο λύγκας δεν έχει φυσικούς εχθρούς αν κι έχουν αναφερθεί περιπτώσεις που σκοτώθηκε από λύκο ή τίγρη. Οι κύριοι παράγοντες θνησιμότητας του λύγκα είναι ανθρωπογενείς: τα τροχαία ατυχήματα και η λαθροθηρία. Παράλληλα όμως, οι πολιτικές αναταραχές και οι εμφύλιοι πόλεμοι στα Βαλκάνια στο τέλος του 20ού αιώνα είχαν καθοριστική επίδραση στους πληθυσμούς του είδους, καθώς η διάσπαρτη διαθεσιμότητα οπλισμού είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη αύξηση της λαθροθηρίας των ειδών από τα οποία τρέφεται ο λύγκας. Τέλος, λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη και με αφετηρία το πολύ μικρό μέγεθος πληθυσμού (20-39 άτομα) του είδους, φαίνεται ότι η φυσική επανάκαμψη του είδους υπό τις υπάρχουσες συνθήκες είναι αρκετά δύσκολη. Κρίνεται ότι περαιτέρω μέτρα πρέπει να ληφθούν για να επανεγκατασταθεί το είδος στην Ελλάδα και να επιτευχθεί μια αυξητική τάση του πληθυσμού στα Βαλκάνια, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος εξαφάνισης του βαλκανικού λύγκα.
Στην Ελλάδα ο λύγκας προστατεύεται από το 1937 με τον Α.Ν. 856/1937, ενώ περιλαμβάνεται και στα είδη του Προεδρικού Διατάγματος 67/1981. Σήμερα, το κυνήγι απαγορεύεται από κυνηγετικό νόμο (s. 258, παρ. 2Ζ του LD 86/96, όπως τροποποιήθηκε με το s.7 της Πράξης 1975/75). Περιλαμβάνεται στα παραρτήματα ΙΙ και V της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ) και στο παράρτημα ΙΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης, ενώ το εμπόριό του απαγορεύεται από τη Σύμβαση της Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο των απειλούμενων ζώων της Ελλάδας (2009), ο λύγκας ανήκει στα είδη που βρίσκονται στην κατηγορία ύψιστου κινδύνου και ως εκ τούτου θεωρείται κρισίμως κινδυνεύον.