Τα μεγάλα σαρκοφάγα
Καφέ αρκούδα
Η καφέ αρκούδα είναι το μεγαλύτερο χερσαίο θηλαστικό στην Ευρώπη. Είναι ένα ιδιαίτερα ευφυές και ευκίνητο ζώο (μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα μέχρι και 60 χλμ την ώρα!) που αποτελεί σύμβολο δύναμης, άγριας ομορφιάς και μοναχικότητας.
Η παρουσία της συνδέεται με ζωντανά δάση, καθαρά ποτάμια και αδιατάρακτα βουνά και αποτελεί δείκτη για το πόσοι καθαροί φυσικοί πόροι μάς απομένουν ακόμη, αλλά και πόσο η ποιότητα της ζωής μας, εξαρτάται από αυτούς.
Πολλές από τις αξιοθαύμαστες λειτουργίες της αρκούδας –όπως η επιβράδυνση του μεταβολισμού της κατά τον χειμέριο λήθαργο και η ανώδυνη «ανακύκλωση» των μεταβολικών αποβλήτων του οργανισμού της– αποτελούν πεδία μακρόχρονης επιστημονικής έρευνας με εφαρμογή στα επανδρωμένα διαπλανητικά ταξίδια αλλά και στην ιατρική για τη θεραπεία χρόνιων παθήσεων. Με το φυτοφάγο διαιτολόγιό της (85%) αποτελεί τον σπορέα του δάσους μεταφέροντας και εναποθέτοντας σπόρους καρπών με τα περιττώματά της.
Αν και οι πληθυσμοί της στην Ευρώπη είναι κατακερματισμένοι, στην Ελλάδα ο πληθυσμός της είναι σε σημαντική ανάκαμψη (~750 άτομα σε 2 πληθυσμούς Πίνδο και Ροδόπη που άρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ τους) ενώ αρκούδες επανεμφανίσθηκαν σε περιοχές από όπου είχαν εξαφανιστεί από τον άνθρωπο τον προηγούμενο αιώνα.
Ursus arctos
Ενήλικα θηλυκά γύρω στα 100 κιλά
Ενήλικα αρσενικά 150 – 250 κιλά με μέγιστο 300 κιλά
Το ύψος ενός ενήλικου ζώου είναι περίπου 1 μ ενώ το μήκος από την άκρη της μουσούδας ως την πολύ μικρή ουρά κυμαίνεται γύρω στα 2 μ.
20 με 25 χρόνια
Η αρκούδα, στην Ελλάδα, είναι ένα απόλυτα προστατευόμενο είδος σύμφωνα με την ελληνική και τη διεθνή νομοθεσία. Το είδος καθώς και ο βιότοπός του προστατεύονται από το Δασικό Κώδικα (ΝΔ 86/69 – άρθ. 258) , αλλά και από την Οδηγία για τους Οικοτόπους (92/43/ΕΕ), τη Σύμβαση της Βέρνης και τη Σύμβαση της Ουάσινγκτον (CITES). Σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο των απειλούμενων ζώων της Ελλάδας (2009), η αρκούδα ταξινομείται στα «κινδυνεύοντα» είδη.
Κατανομή του είδους στην Ελλάδα
Η γεωγραφική κατανομή της αρκούδας καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της οροσειράς της Πίνδου με τα παρακλάδια της καθώς και την οροσειρά της Ροδόπης σε μια συνολική έκταση μόνιμης παρουσίας περίπου 24.900 τετ. χλμ. (δηλ. ~ το 20% της επικράτειας) ενώ η συνολική έκταση της κατανομή μαζί με τις περιοχές σποραδικής παρουσίας και επαν-αποίκησης καλύπτει 34.000 τετ.χλμ (Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Καφέ αρκούδα – 2021 – έργο LIFE IP). Πρόσφατες μελέτες και στοιχεία δείχνουν ότι οι δύο πυρήνες κατανομής άρχισαν να επικοινωνούν γεωγραφικά μεταξύ τους. Ο σημερινός πληθυσμός καφέ αρκούδας στην Ελλάδα έχει εκτιμηθεί με την μέθοδο της γενετικής ταυτοποίησης σε 760 άτομα (ελάχιστο) έχοντας ως επίσημες πηγές την επιστημονική δημοσίευση του έργου LIFE ARCPROM (Tsalazidou-Founta et al. 2022) αλλά και μια προγενέστερη (Pylidis et al. 2021).
Μάθετε περισσότερα για την αρκούδα
Οι πρώτες αρκούδες, εμφανίστηκαν στη γη στα βάθη του Μειόκαινου, δηλαδή πριν από 25-30 εκατομμύρια χρόνια, όταν στη νότια Ευρώπη και στη Βαλκανική χερσόνησο κυριαρχούσαν αχανείς στέπες! Σε αυτή την ασύλληπτη για τα ανθρώπινα δεδομένα χρονική κλίμακα η φυσική εξέλιξη σε συνδυασμό με τις κοσμογονικές βιοκλιματικές αλλαγές που συνέβησαν στην επιφάνεια του πλανήτη μας, σφυρηλάτησαν την προσαρμοστικότητα της οικογένειας των αρκούδων (ή “αρκτίδων”) όπως και πολλών άλλων ζωντανών οργανισμών του πλανήτη.
Η αρκούδα Ursus minimus είναι η πρώτη μορφή αρκούδας που έμοιαζε εξωτερικά με τις σημερινές αρκούδες και εμφανίστηκε στην Ευρώπη πριν από 3-8 εκατομμύρια χρόνια. Μελέτες μεταγενέστερων απολιθωμάτων αναγνωρίζουν τελικά μία άλλη νεότερη μορφή, την Ursus etruscus («ετρουσκική αρκούδα») ηλικίας 2 εκατομμυρίων χρόνων, ως την πραγματική αφετηρία του γένους των αρκούδων. Οι έντονες περιβαλλοντικές διακυμάνσεις από τότε μέχρι σήμερα είχαν ως αποτέλεσμα την ενσωμάτωση μιας εκπληκτικής προσαρμοστικότητας στο γενετικό υλικό των αρκούδων και ως εκ τούτου σήμερα βρίσκουμε την πολική αρκούδα να ζει σε ακραίες συνθήκες βόρεια του αρκτικού κύκλου, ενώ άλλα είδη όπως η διοπτροφόρος και η αρκούδα του ήλιου ζουν σε τροπικά περιβάλλοντα.
Οι παγετώνες άφησαν αρχικά πίσω τους αχανείς άδενδρες εκτάσεις και έντονο κρύο. Η έλλειψη δασών και άρα φυσικού καλύμματος αλλά και η αφθονία ζωικής λείας (άγρια φυτοφάγα) διαμόρφωσε στα πρώτα είδη αρκούδας μία πιο επιθετική συμπεριφορά σε συνδυασμό με ένα κατεξοχήν σαρκοφάγο διαιτολόγιο. Στη συνέχεια η εύκρατη και η ψυχρή ζώνη της παλαιαρκτικής καλύφθηκαν κατά ένα μεγάλο μέρος από δάση. Η σημερινή καφέ αρκούδα προσαρμόστηκε σε αυτές τις καινούργιες συνθήκες με συγκεκριμένους μηχανισμούς (εξέλιξη διαιτολογίου σε παμφάγο, χειμέριος λήθαργος κλπ), βρίσκοντας έτσι πιο εύκολα ευνοϊκό περιβάλλον διαβίωσης με αποτέλεσμα να εξαπλωθεί σε όλο το βόρειο ημισφαίριο (παλαιαρκτική ζώνη) και τη Β. Αφρική.
Με κέντρο διασποράς τη δυτική Κίνα πριν από 400.000 χρόνια, η πρόγονος της σημερινής καφέ αρκούδας εξαπλώθηκε στη Β. Αμερική μέσω του Βερίγγιου πορθμού και στη συνέχεια, πριν από 200.000 χρόνια περίπου εποίκισε και την Ευρώπη μέσω του συμπλέγματος των μεγάλων λιμνών Αράλης-Κασπίας.
Η καφέ αρκούδα είναι το είδος με την πιο ευρεία κατανομή παγκοσμίως, αφού μέχρι σχετικά πρόσφατα, η κατανομή της κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της Β. Αμερικής, την Ευρώπη, την Ασία, τη Μέση Ανατολή και τη Β. Αφρική. Παρόλα αυτά, η κατανομή της πλέον έχει μειωθεί αρκετά, ιδιαίτερα στη Β. Αμερική και στην Ευρώπη.
Η καφέ αρκούδα εξαφανίστηκε από τη Δανία πριν 5.000 χρόνια περίπου, από τη Μ. Βρετανία τον 10ο αιώνα και από τη Γερμανία, Ελβετία και Αυστρία τους 18ο, 19ο και 20ο αιώνες αντίστοιχα. Στην Ευρώπη, κατά τους δύο τελευταίοι αιώνες, εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 50% ο πληθυσμός του είδους της και κατά 60% ο βιότοπός της!
Βασικά αίτια γι’ αυτήν τη μείωση ήταν το κυνήγι, που απαγορεύθηκε μόλις το 1969 στην Ελλάδα, και η συνεχιζόμενη καταστροφή του βιοτόπου του είδους. Πέρα από τον πληθυσμό των ανατολικών Βαλκανίων και τον πληθυσμό των Διναρικών Άλπεων και της Πίνδου που φαίνονται να έχουν ανακάμψει σε επαρκώς μεγάλο μέγεθος και ακολουθούν σταθερή ή αυξητική τάση, η κατάσταση για το μέλλον του είδους στη δυτική και νότια Ευρώπη είναι ακόμα κρίσιμη. Στην Γαλλία, λαθροκυνηγοί σκότωσαν και την τελευταία θηλυκή αρκούδα των δυτικών Πυρηναίων το 2004, με αποτέλεσμα το είδος να θεωρείται πλέον εκλιπόν στην περιοχή. Στα Κεντρικά και Ανατολικά Πυρηναία, μετά από συστηματική και μακρόχρονη προσπάθεια για επανεισαγωγή του είδους, φαίνεται να υπάρχει ένας σταθερός μικρός πληθυσμός (περίπου 30 άτομα), ενώ αντίστοιχα, και στις Άλπεις έχει διασωθεί το είδος μετά από πολυετείς προσπάθειες επανεισαγωγής και ο πληθυσμός σήμερα εκτιμάται περί τα 60 άτομα. Τέλος, στα Κεντρικά Απέννινα, υπάρχει ένας σταθερός, μικρός, απομονωμένος πληθυσμός καφέ αρκούδας που ανήκει στο υποείδος Ursus arctos marsicanus και αριθμεί περί τα 50 άτομα.
Στην Ελλάδα, από το 1995 και έπειτα, παρατηρήθηκαν συστηματικά περιπτώσεις επανεμφάνισης (ή επαν-αποίκησης) της αρκούδας σε περιοχές όπου είχε εξαφανιστεί εδώ και δεκαετίες και ειδικά στον ορεινό άξονα της Νότιας Πίνδου αλλά και σε άλλους ορεινούς όγκους όπως: Βόρας, Πάϊκο, Βέρμιο, Όλυμπος, Οίτη, ορεινή Ναυπακτία κ.α. Για ένα μεγάλο θηλαστικό όπως η αρκούδα, η επαναποίκηση περιοχών, προκύπτει μέσω του μηχανισμού της γεωγραφικής διασποράς και θεωρείται φαινόμενο απόλυτα φυσιολογικό που εξελίσσεται αργά και έχει επιστημονική βάση και εξήγηση. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μελέτες, πλέον ο πληθυσμός εκτιμάται περί τα 750 άτομα (2022) και η γεωγραφική κατανομή της αρκούδας με μόνιμη παρουσία καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της οροσειράς της Πίνδου με τα παρακλάδια της καθώς και την οροσειρά της Ροδόπης σε μια συνολική έκταση περίπου 24.105 τετ. χλμ.
Πέραν όμως από την αισιόδοξη πλευρά του ζητήματος υπάρχει και η άλλη πλευρά που δυστυχώς από ότι φαίνεται δεν ευνοεί πολύ αφενός την επανεγκατάσταση της αρκούδας στις «νέες» περιοχές και αφετέρου την ανεμπόδιστη επιβίωση του είδους σε περιοχές μόνιμης παρουσίας της. Αν και υπό απόλυτο καθεστώς προστασίας στην Ελλάδα από το 1969, αν και είδος προτεραιότητας σύμφωνα με την Κοινοτική νομοθεσία (Κ.Ο. 92/43 «Περί Οικοτόπων και ειδών χλωρίδας και πανίδας»), η αρκούδα απειλείται από το παράνομο κυνήγι και τα δηλητηριασμένα δολώματα ακόμα και σήμερα. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι κατά την τελευταία εικοσαετία (2003-2023) έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 125 τροχαία ατυχήματα με αρκούδες στο οδικό δίκτυο της βορειοδυτικής Ελλάδας!
Η αρκούδα είναι είδος που ζει γύρω στα 20 με 25 χρόνια. Έχει εξαιρετική ευφυΐα και θεωρείται το πιο έξυπνο θηλαστικό μετά τα πρωτεύοντα, τον ελέφαντα και τα δελφίνια! Έχει πολύ καλή μνήμη, ικανότητα προγραμματισμού και σύνεση. Μορφολογικά χαρακτηρίζεται από το στρόγγυλο κεφάλι, το βαρύ και μυώδες σώμα με τη χαρακτηριστική προεξοχή λιπώδους ιστού («καμπούρα») στην ωμοπλάτη και τα μακριά της νύχια. Έχει μικρά στρόγγυλα αυτιά, μικρά μάτια και κοντή ουρά. Έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένη ακοή και όσφρηση και λιγότερο καλή όραση, αφού βλέπει αρκετά καλά σε απόσταση 80 μ. αλλά δεν είναι ικανή να διακρίνει άνθρωπο στα 300 μ. Το χρώμα του τριχώματος ποικίλει μεταξύ του κοινού καφέ και πιο ανοιχτών αποχρώσεων που φτάνουν μέχρι το ξανθό, και πιο σκούρων αποχρώσεων που φτάνουν μέχρι το μαύρο. Το ύψος ενός ενήλικου ζώου στον τράχηλο μπορεί να φθάσει τα 1,10 μ ενώ το συνολικό μήκος από την άκρη της μουσούδας ως την πολύ μικρή ουρά κυμαίνεται από 1,70 – 2,20 μ.
Το βάρος της αρκούδας δεν είναι ποτέ σταθερό. Το φθινόπωρο γίνεται μέγιστο εφόσον το ζώο έχει αποθηκεύσει μεγάλες ποσότητες λίπους για να καλύψει τις ανάγκες του κατά την περίοδο του χειμέριου λήθαργου, ενώ την άνοιξη έχει το ελάχιστο μίας και όλο το λίπος έχει καταναλωθεί κατά την διάρκεια του χειμέριου λήθαργου. Σε γενικές γραμμές, οι ενήλικες αρσενικές αρκούδες ζυγίζουν συνήθως 150 – 250 κιλά, αν και έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις αρκούδων που έφτασαν να ζυγίζουν τα 300 κιλά την άνοιξη και τα 400 κιλά το φθινόπωρο. Οι θηλυκές αρκούδες είναι πιο μικρές και ζυγίζουν συνήθως γύρω στα 100 κιλά. Οι αρσενικές αρκούδες είναι κατά μέσο όρο περίπου δύο φορές πιο βαριές από τις θηλυκές. Οι πιο μεγαλόσωμες αρκούδες του πλανήτη είναι η καφέ αρκούδα των νησιών Kodiak στην Αλάσκα και η πολική αρκούδα, με βάρος που μπορεί να ξεπεράσει τα 750 κιλά.
Η αρκούδα είναι πλαγιοβαδιστική, δηλ. μετακινεί τα δύο πόδια της ίδιας πλευράς σε κάθε βήμα, γεγονός που την κάνει να φαίνεται αργή και αδέξια. Στη πραγματικότητα όμως είναι πολύ ευέλικτη, αφού μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα μέχρι και 60 χλμ. την ώρα! Έχει επίσης ιδιαίτερες δεξιότητες αναρρίχησης, χάρη στη μεγάλη μυϊκή της δύναμη και τα πολύ ανεπτυγμένα και δυνατά νύχια της.
Μία ιδιομορφία στη διάπλαση της αρκούδας είναι ότι βαδίζει πατώντας με όλο το πέλμα ειδικά στα πίσω πόδια (πελματοβάμων). Αυτό της δίνει τη δυνατότητα να σταθεί όρθια στα δύο πόδια. Η στάση αυτή, που συχνά παρεξηγείται ως επιθετική, τη βοηθά στην πιο προσεκτική ανίχνευση του γύρω χώρου και παρατηρείται πιο συχνά στα θηλυκά όταν έχουν μικρά λόγω συνεχούς εγρήγορσης που συνδέεται με ένα πολύ ανεπτυγμένο μητρικό ένστικτο.
Η εποχή του ζευγαρώματος (από μέσα Μαΐου μέχρι μέσα Ιουλίου) είναι η μόνη κοινωνική φάση στη συμπεριφορά της αρκούδας καθώς τα ενήλικα ζώα ψάχνουν για το ταίρι τους. Την περίοδο αυτή, τα αρσενικά είναι ικανά να διανύσουν πολύ μεγάλες αποστάσεις σε αναζήτηση θηλυκής συντρόφου σε οίστρο. Η συμπεριφορά αυτή εξηγείται από την εξαιρετική πτητικότητα των οιστρογόνων ουσιών (φερομόνες) του θηλυκού καθώς και από την εξαιρετικά ανεπτυγμένη όσφρηση του ζώου. Ένα θηλυκό είναι ικανό να αναπαραχθεί από την ηλικία των 4-5 ετών.
Κατά την εποχή του ζευγαρώματος, γονιμοποιούνται τα ωάρια του θηλυκού αλλά παραμένουν σε λανθάνουσα κατάσταση έως την πραγματική έναρξη της κύησης προς τα τέλη του φθινοπώρου, δηλαδή περίπου 5 μήνες αργότερα! Αυτή η αναβολή της πραγματικής εγκυμοσύνης αποτελεί έναν από τους πιο αξιοθαύμαστους μηχανισμούς προσαρμογής της αρκούδας στις συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος. Η εγκυμοσύνη καθυστερεί τόσο ώστε το θηλυκό να προλάβει να συσσωρεύσει αρκετό λίπος μέσω της τροφής έτσι ώστε να μπορεί να θρέψει τον εαυτό της, τα αναπτυσσόμενα έμβρυα αλλά και τα πολύ ευάλωτα νεογνά που θα γεννηθούν στη φωλιά. Σε αντίθεση με όλα τα άλλα ανώτερα θηλαστικά, η αρκούδα γεννάει στα μέσα του χειμώνα. Η φωλιά της ετοιμόγεννης θηλυκής αρκούδας είναι ιδιαίτερα προφυλαγμένη και ειδικά διαμορφωμένη με ένα άνετο στρώμα από φύλλα, κλαδιά, ξερά χόρτα και βρύα που λειτουργούν ως τέλεια μονωτικά. Η επιλογή φωλιάς με τα κατάλληλα χαρακτηριστικά είναι πολύ σημαντική και ως εκ τούτου, μια καλή φωλιά μπορεί να χρησιμοποιείται από ολόκληρες γενιές θηλυκών, περνώντας από μάνα σε κόρη. Η στενή είσοδος της φωλιάς σφραγίζεται με χιόνι το χειμώνα, και στο εσωτερικό της φωλιάς επικρατεί άλλο μικροκλίμα, με τη ζεστή αγκαλιά του θηλυκού να κάνει ολόκληρη η φωλιά να λειτουργεί σαν θερμοκοιτίδα για τα τυφλά και άτριχα νεογνά που ζυγίζουν μόλις 350- 400 γραμμάρια!
Σε περίπτωση που η ποσότητα ή ποιότητα φυσικής τροφής του δάσους δεν είναι ικανοποιητική, φαινόμενο αρκετά συχνό, τότε η εγκυμοσύνη διακόπτεται και το έμβρυο αποβάλλεται. Οι πιθανότητες θανάτου των νεογνών από φυσικά αίτια κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής τους είναι πολύ μεγάλες (φτάνουν το 50%). Σε αυτό το ποσοστό προστίθεται και η ανθρωπογενής θνησιμότητα που φτάνει το 25%, και επομένως εύκολα καταλαβαίνουμε ότι ο αριθμός των αρκούδων που ενηλικιώνονται είναι πολύ μικρός. Παρ’ όλα αυτά, αν τα νεογνά επιβιώσουν, αναπτύσσονται ταχύτατα, χάρη στην πολύ υψηλή θρεπτική αξία του μητρικού γάλακτος. Μέχρι τα πρώτα τους γενέθλια το βάρος τους μπορεί να έχει πολλαπλασιαστεί έως και 50 φορές!
Μεγαλώνοντας, τα αρκουδάκια μένουν κοντά στη μητέρα τους, που αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την ανατροφή τους, για 1,5-2 χρόνια. Το αρσενικό δεν συμμετέχει καθόλου στο μεγάλωμα των μικρών, αντίθετα μπορεί κάποιες φορές να αποτελέσει κίνδυνο γι’ αυτά, σκοτώνοντάς τα!
Τα μικρά είναι ικανά να ακολουθήσουν την μητέρα τους στο δάσος την πρώτη κιόλας άνοιξη, για να μάθουν από αυτήν όλους τους απαραίτητους μηχανισμούς επιβίωσης: πώς να αναγνωρίζουν την τροφή τους, πώς να την αναζητούν και να την εντοπίζουν, και τι να αποφεύγουν. Η φάση εκαπίδευσης των νεογνών από τη μητέρα είναι ζωτικής και καθοριστικής σημασίας για την μετέπειτα φάση ανεξαρτητοποίησής τους. Σε περίπτωση που διαταραχθεί και διακοπεί (π.χ. με φόνο της μητέρας) ειδικά κατά τον πρώτο χρόνο εκμάθησης, είναι πολύ πιθανόν τα μικρά να μην επιβιώσουν.
Ο χειμέριος λήθαργος είναι ένας μηχανισμός προσαρμογής της αρκούδας στις αντίξοες συνθήκες του χειμώνα. Η ακούσια επιβράδυνση του μεταβολισμού λόγω κατάστασης λήθαργου ελαττώνει τις καύσεις και μειώνει τις τροφικές ανάγκες της αρκούδας. Παράλληλα, το μικροπεριβάλλον της φωλιάς βοηθάει στη θερμορύθμιση, μειώνοντας στο ελάχιστο τις απώλειες θερμότητας του σώματος του ζώου. Ο χειμέριος λήθαργος αποτελεί μία από τις σημαντικότερες και πιο αξιοθαύμαστες φάσεις του βιολογικού κύκλου της αρκούδας και διαφέρει ουσιαστικά από τη χειμερία νάρκη άλλων ειδών θηλαστικών.
Κατά τη χειμέρια νάρκη, η θερμοκρασία σώματος ενός ζώου πλησιάζει τη θερμοκρασία περιβάλλοντος (περί τους 0 °C), ενώ οι καρδιακοί παλμοί και ο αναπνευστικός ρυθμός ελαττώνονται δραματικά. Στην περίπτωση του λαγόγυρου, οι παλμοί πέφτουν από 350/λεπτό σε 3-4/λεπτό (ελάττωση κατά 95%). Το ζώο ξυπνά κατά διαστήματα για να αποβάλλει ούρα και κόπρανα. Αντίθετα, κατά το χειμέριο λήθαργο, η θερμοκρασία του σώματος της αρκούδας ελαττώνεται μόνο κατά 1-2°C σε σχέση με την κανονική (38 °C), ενώ οι καρδιακοί παλμοί και ο αναπνευστικός ρυθμός δεν ελαττώνονται δραματικά. Από 52 παλμούς/λεπτό φτάνουν στους 24/λεπτό σε κατάσταση λήθαργου (ελάττωση κατά 43%). Το επίπεδο εγρήγορσης είναι υψηλότερο, και γι’ αυτό η αρκούδα ξυπνάει εύκολα όταν ενοχληθεί στη φωλιά. Δύσκολα ξαναπέφτει σε λήθαργο, σε εποχή που δεν είναι εύκολο να βρει τροφή, με αποτέλεσμα να καταναλώνει νωρίτερα το αποθηκευμένο λίπος της και τελικά, να γίνεται πιο δύσκολη η επιβίωσή της την άνοιξη που οι τροφικοί πόροι είναι λιγοστοί.
Οι πρώτες χιονοπτώσεις και οι χαμηλές θερμοκρασίες είναι τα καθοριστικά εξωτερικά ερεθίσματα που ωθούν την αρκούδα στην αναζήτηση χειμερινής φωλιάς. Η διάρκεια του χειμερίου λήθαργου επηρεάζεται άμεσα από τις θερμοκρασιακές διακυμάνσεις της ατμόσφαιρας και είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το γεωγραφικό πλάτος κατανομής του είδους. Έτσι, στα βόρεια κλίματα με τους δριμείς χειμώνες είναι παρατεταμένη (6 μήνες για τους πληθυσμούς της Σκανδιναβίας), ενώ νοτιότερα όπου επικρατούν πιο ήπιοι χειμώνες είναι μικρότερης διάρκειας (2-3 μήνες για τους πληθυσμούς της νότιας Ευρώπης). Στην Ελλάδα υπολογίστηκε ότι η μέση διάρκεια του χειμέριου λήθαργου ήταν 84 ημέρες. Ωστόσο, η διάρκεια του χειμέριου δεν είναι ίδια για όλες τις αρκούδες, αφού έχουν παρατηρηθεί στα μέσα του χειμώνα ακόμα και περιπτώσεις επαναδραστηριοποίησης της αρκούδας (κυρίως ενήλικων ατόμων) είτε λόγω όχλησης από το κυνήγι είτε λόγω ευμενών καιρικών συνθηκών. Είναι πάντως βέβαιο ότι τα θηλυκά που είναι ετοιμόγεννα, φωλιάζουν και ακινητοποιούνται πλήρως.
Κατά το χειμέριο λήθαργο η αρκούδα δεν καταναλώνει τροφή και νερό και δεν αποβάλλει ούρα και κόπρανα! Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό έχει προσελκύσει το επιστημονικό και ιατρικό ενδιαφέρον καθότι η αρκούδα είναι το μόνο ζώο που λειτουργεί σε «κλειστό κύκλωμα» κατά την φάση αυτή, κατορθώνοντας να ανακυκλώνει τα τοξικά απόβλητα του οργανισμού της μετατρέποντάς τα εκ νέου σε απλούστερες ενώσεις και θρεπτικές ουσίες χωρίς κανένα σύμπτωμα τοξαιμίας! Το φαινόμενο αυτό ανοίγει νέους ορίζοντες στην ιατρική αλλά και στη διαστημική έρευνα! Με την κατανόηση αυτών των μηχανισμών, πάμε ένα βήμα πιο κοντά στη θεραπεία της νεφρικής ανεπάρκειας αλλά και στην επιβίωση πληρωμάτων σε διαπλανητικά ταξίδια μεγάλης διάρκειας!
Η αρκούδα είναι ζώο παμφάγο με προτίμηση στις τροφές φυτικής προέλευσης (κατά 85%) και έχει ανάγκη από μεγάλες ποσότητες τροφής για να συντηρήσει τον σωματικό της όγκο και τη δύναμή της. Τρέφεται με όλων των ειδών τους διαθέσιμους καρπούς του δάσους: βατόμουρα, κορόμηλα, κεράσια, μήλα, αχλάδια, σμέουρα, καρπούς σορβιάς, καρπούς αγριοτριανταφυλλιάς, αγριοφράουλες, βελανίδια, καρπούς οξιάς, αλλά και βολβούς, ρίζες, και χόρτα. Συμπληρώνει το διαιτολόγιό της με μέλι, μικρά και μεγάλα θηλαστικά, έντομα (κυρίως μυρμήγκια) και χελώνες.
Η δυσκολότερη περίοδος για την αρκούδα είναι η άνοιξη όταν επανέρχεται από τον χειμέριο λήθαργο έχοντας χάσει το 30% του βάρους της. Την άνοιξη οι καρποί του δάσους είναι ανύπαρκτοι, καθώς δεν έχει αρχίσει ακόμη η καρποφορία οπωροφόρων δένδρων και θάμνων. Έτσι η αρκούδα αναζητά άλλες συμπληρωματικές τροφικές πηγές που είναι διαθέσιμες και θρεπτικές εκείνη την εποχή όπως: χόρτα, βολβούς, ρίζες, μυρμήγκια κ.λπ. Πολλές φορές βρίσκει, όμως, και καρπούς της προηγούμενης χρονιάς (όπως αγριόμηλα, άγρια αχλάδια, καρπούς αγριοτριανταφυλλιάς, βελανίδια κλπ) που έχουν διατηρηθεί από τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, βρίσκοντας έτσι ένα σωτήριο τροφικό υποκατάστατο. Την εποχή αυτή αρχίζουν και οι πρώτες ζημιές από αρκούδα σε μελισσοκομικές μονάδες και κοπάδια. Πολύ ευνοϊκές συνθήκες τροφής για την αρκούδα αποτελούν και οι μικρές καλλιέργειες δημητριακών (σιτάρι, καλαμπόκι), ψυχανθών (τριφύλλι) καθώς και οπωροφόρων (συστηματικές ή όχι). Η διάταξη των παραπάνω σε γειτνίαση με το δάσος αποτελούν τον ιδανικότερο συνδυασμό τροφής και κάλυψης.
Το φθινόπωρο είναι η εποχή που η αρκούδα αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο στην αναζήτηση και κατανάλωση τροφής και βρίσκεται στη φάση της υπερφαγίας. Κατά την υπερφαγία, η αφθονία και η ποικιλία των φθινοπωρινών καρπών του δάσους είναι μεγάλη, όπως και η ανάγκη δημιουργίας αποθεμάτων λίπους για την επερχόμενη περίοδο του χειμέριου λήθαργου. Οι πιο κατάλληλοι καρποί για τη δημιουργία αποθεμάτων λίπους είναι τα βελανίδια και οι καρποί οξιάς.
Χάρη στην πολύ ανεπτυγμένη αίσθηση της όσφρησης η αρκούδα είναι ικανή να εντοπίζει τους καρπούς του δάσους στο πιο θρεπτικό στάδιο ωρίμανσής τους. Η μελέτη των τροφικών συνηθειών της αρκούδας έδειξε ότι το διαιτολόγιο της αρκούδας στην Ελλάδα περιλαμβάνει τουλάχιστον 67 είδη φυτικών και ζωικών οργανισμών. Το είδος επιδεικνύει, επομένως, αξιοσημείωτη τροφική ευελιξία ως προσαρμογή στις συνθήκες του περιβάλλοντος.
Το διαιτολόγιο και η κινητικότητα που χαρακτηρίζουν το είδος, κάνουν την αρκούδα ακούσιο φυσικό μεταφορέα φυτικών ειδών, μέσω των περιττωμάτων της. Παράλληλα, η φυτρωτικότητα των σπόρων, από τους καρπούς που καταναλώνει, αυξάνεται με την διέλευσή τους από το πεπτικό σύστημα του ζώου. Έτσι, η αρκούδα συμβάλει έμμεσα στη διαμόρφωση της δασικής βλάστησης με την ανάπτυξη θάμνων και μικρών δένδρων, που με το ριζικό τους σύστημα συγκρατούν το δασικό χώμα και το νερό της βροχής.
Η αρκούδα ζει κυρίως σε εκτεταμένα μικτά ή και αμιγή δάση φυλλοβόλων (δρυς, οξιά κ.λπ.) και κωνοφόρων (μαυρόπευκο, έλατο, ερυθρελάτη, ρόμπολο κ.λπ.) της ορεινής και ημιορεινής ζώνης. Η αρκούδα φαίνεται να χρησιμοποιεί τους τύπους δασικής βλάστησης ανάλογα με τη βιολογική τους αξία και αυτό σε σχέση με τις ανάγκες της στη διάρκεια του ετήσιου και βιολογικού κύκλου της (τροφή, καταφύγιο, αναπαραγωγή).
Με δεδομένο ότι ο παράγοντας τροφή είναι κυρίαρχος στον ετήσιο κύκλο της αρκούδας, η δομή και σύσταση της δασικής βλάστησης επηρεάζουν άμεσα τις κινήσεις της αρκούδας στο δάσος. Η αρκούδα δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση για τα δάση φυλλοβόλων (οξιάς, δρυός) και αυτό διότι αποτελούν σημαντικά αποθέματα τροφής. Σε ορισμένες περιοχές όμως ευνοείται πολύ από την συνύπαρξη μικρών αγροτικών καλλιεργειών που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με το δάσος. Είναι ίσως οι ιδανικές συνθήκες για κάλυψη και άφθονη εποχιακή τροφή.
Είναι ζώο μονήρες και κινείται κυρίως το ξημέρωμα, το σούρουπο και το βράδυ. Ενώ στη διάρκεια του ετήσιου κύκλου, η δραστηριότητα της αρκούδας στην Ελλάδα κορυφώνεται στις αρχές του καλοκαιριού και το φθινόπωρο. Οι δύο αυτές φάσεις έντονης δραστηριότητας φαίνεται να αντιστοιχούν στην αναπαραγωγική περίοδο και στην υπερφαγία.
Παρατηρείται επίσης μία χαρακτηριστική κάμψη στη δραστηριότητα της αρκούδας στα μέσα του καλοκαιριού. Αυτό το φαινόμενο θα μπορούσε να αποδοθεί στην επίδραση των υψηλών θερμοκρασιών (η αρκούδα λόγω όγκου και βάρους αποφεύγει τις μεγάλες μετακινήσεις με τις έντονες ζέστες) αλλά και στην πιο έντονη ανθρώπινη παρουσία στο δάσος που αποτελεί ταυτόχρονα και πρόσθετη πηγή όχλησης.
Εδώ και χιλιάδες χρόνια, το τοπίο στα ελληνικά βουνά και τις πεδιάδες διαμορφώθηκε από τη συνεχή παρουσία και δραστηριότητα του ανθρώπου και η άγρια ζωή προσαρμόστηκε σε αυτήν την συνθήκη. Πολλές είναι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων και της άγριας ζωής που συμβαίνουν ακριβώς γιατί μοιραζόμαστε τις ίδιες περιοχές και τους ίδιους πόρους. Ακόμη και στην Ελλάδα όπου συνυπήρχαν ιστορικά άνθρωποι και σαρκοφάγα, τα παραδοσιακά πρότυπα συμπεριφοράς έχουν διαταραχθεί από τις πολιτικές και οικονομικές διαμορφούμενες συνθήκες επηρεάζοντας τις τοπικές κοινότητες.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η ραγδαία εξέλιξη των τεχνικών μέσων επέφερε ριζικές αλλαγές στα κριτήρια και τρόπους εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και κατά συνέπεια στα κοινωνικό-οικονομικά μεγέθη και δεδομένα. Παράλληλα, η εγκατάλειψη της υπαίθρου, ως αποτέλεσμα μιας καλπάζουσας αστικοποίησης, πυροδότησε τη διάλυση του κοινωνικού ιστού της υπαίθρου, την αναθεώρηση ενός ολόκληρου συστήματος αξιών, οδηγώντας έτσι μοιραία πολλές περιοχές και κοινωνίες, με φυσικό και πολιτιστικό πλούτο, στο περιθώριο. Παράλληλα, διαπιστώνεται, στην Ελλάδα και σε ολόκληρη Ευρώπη, τάση ανάκαμψης των πληθυσμών μεγάλων θηρευτών. Ποικίλοι παράγοντες δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες για την επιστροφή των μεγάλων θηρευτών και πλέον, παρατηρούμε τα άγρια ζώα να προσεγγίζουν όλο και πιο συχνά τις κατοικημένες περιοχές της υπαίθρου.
Τελικά, όμως, αν κάτι μπορεί και πρέπει να διατηρηθεί στην ελληνική ύπαιθρο είναι το πλαίσιο συνύπαρξης της άγριας ζωής και των ανθρώπινων κοινοτήτων. Η συνύπαρξη αυτή ωστόσο δεν είναι πάντα αρμονική, και δεν αποκλείει δηλαδή τις εντάσεις και τις συγκρούσεις. Η ΚΑΛΛΙΣΤΩ επιδιώκει τη βελτίωση των όρων ομαλής συνύπαρξης του ανθρώπου με την άγρια ζωή και για αυτό υλοποιεί έργα, δράσεις και παρεμβάσεις για να αναδείξει αλλά και να ανταποκριθεί στο περίπλοκο και αντιφατικό πλέγμα των φυσικών και κοινωνικών διαδικασιών που συνδιαμορφώνουν το περιβάλλον μας και τις σχέσεις μας με αυτό. Οι άνθρωποι της υπαίθρου, καλλιεργητές, κτηνοτρόφοι, μελισσοκόμοι κ.ο.κ., δεν πρέπει ούτε μπορούν να υφίστανται μόνοι τους το κόστος από τις ζημιές που προκαλούν τα μεγάλα σαρκοφάγα. Η επιβίωση της άγριας ζωής δεν μπορεί να γίνεται σε βάρος του ήδη επιβαρυμένου αγροτικού εισοδήματος.
Το μεγάλο στοίχημα είναι η εξασφάλιση των συνθηκών συνύπαρξης με τους κτηνοτρόφους, τους γεωργούς, τις κοινότητες των ανθρώπων που ζουν και δουλεύουν στις ίδιες περιοχές όπου βρίσκουν καταφύγιο ο λύκος, η αρκούδα, και άλλα άγρια ζώα. Για αυτό η ΚΑΛΛΙΣΤΩ προωθεί συστηματικά αποτελεσματικά προληπτικά μέτρα για την μείωση και την αποφυγή των ζημιών στο ζωικό και φυτικό κεφάλαιο από επιθέσεις άγριων ζώων. Επιπλέον, διεκδικεί ένα δημόσιο, αποτελεσματικό και δίκαιο σύστημα αποζημιώσεων το οποίο θα μπορούσε να εξασφαλίσει την κατανομή του κόστους των ζημιών σε όλη την κοινωνία και όχι μόνο στους παραγωγούς. Οι αποζημιώσεις είναι μια αναγκαία συνθήκη για τη συνύπαρξη του ανθρώπου και της άγριας ζωής. Παράλληλα, η ΚΑΛΛΙΣΤΩ εργάζεται με κατεύθυνση την εξουδετέρωση ή ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από μεγάλα τεχνικά έργα και άλλες ανθρώπινες επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον. Η ΚΑΛΛΙΣΤΩ από το 2009, υποστηρίζει έμπρακτα τις τοπικές κοινότητες και τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση του φαινομένου των προσεγγίσεων των μεγάλων θηλαστικών με “Ομάδα Άμεσης Επέμβασης”.
Η ΚΑΛΛΙΣΤΩ προωθεί τη βιώσιμη συνύπαρξη ανθρώπου και άγριας ζωής και είναι παρούσα στην περιβαλλοντική έρευνα και διαχείριση με στόχο την προστασία και διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων ως δημόσια και συλλογικά αγαθά. Μελετά και προστατεύει τους πληθυσμούς και τα ενδιαιτήματα των μεγάλων σαρκοφάγων και άλλων απειλούμενων ειδών της άγριας πανίδας, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει τη διατήρηση της άγριας ζωής στη χώρα μας, μέσα από το πρίσμα της συνολικής ανάγκης διατήρησης της οικολογικής ισορροπίας.
Τα βασικότερα διεθνή νομικά κείμενα για την προστασία της καφέ αρκούδας είναι:
1) Η Διεθνής Σύμβαση της Βέρνης (Νόμος 1335/83) “Περί προστασίας των απειλούμενων ειδών και των βιοτόπων τους”
Η καφέ αρκούδα περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ειδών υπό αυστηρή προστασία. Η σύμβαση απαγορεύει :
α. τη σύλληψη, κατοχή ή θανάτωση ατόμων του είδους,
β. τη υποβάθμιση των τόπων αναπαραγωγής του είδους
γ. τη διακίνηση, η κατοχή και η εμπορία ζώων ζωντανών, νεκρών, ταριχευμένων ή μερών του σώματος τους.
2) Η Οδηγία 92/43 ΕΟΚ “για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας”
Η καφέ αρκούδα περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος των οποίων η διατήρηση επιβάλλει το καθορισμό ειδικών ζωνών διατήρησης (Παράρτημα ΙΙ) και στον κατάλογο ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος που απαιτούν αυστηρή προστασία (Παράρτημα ΙV).
3) Η Σύμβαση της Ουάσιγκτον “για τη ρύθμιση του διεθνούς εμπορίου απειλούμενων ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας” (CITES).
Εφαρμόζεται στη χώρα μας από 01-01-84 (ΦΕΚ 112/Β/01-03-85). Η καφέ αρκούδα περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ειδών βάσει του οποίου απαγορεύεται το εμπόριό τους καθώς και το εμπόριο τμημάτων τους. Κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με αλλεπάλληλες τροποποιήσεις) ρυθμίζουν την εφαρμογή της Σύμβασης σε επίπεδο κρατών μελών (Κανονισμός 3418/83 και 3675/91).
4) Τέλος διάφορες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
που ρυθμίζουν θέματα περιβάλλοντος συνδέονται έμμεσα με την προστασία του είδους ή των ενδιαιτημάτων του π.χ. Οδηγία 85/337 “για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων”. Η νομοθεσία αυτή προβλέπει την εκπόνηση των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) που έχουν ως αντικείμενο την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός σχεδιαζόμενου έργου σε μία οικολογικά ευαίσθητη περιοχή σε σχέση με ένα ή πολλά απειλούμενα είδη, καθώς και τη θέσπιση περιβαλλοντικών όρων για την υλοποίηση του έργου. Στόχος είναι να διασφαλίζονται οι συνθήκες βιωσιμότητας των απειλούμενων ειδών και οικοτόπων. Η υλοποίηση του εκάστοτε έργου εξασφαλίζεται μόνον με την επίσημη (διϋπουργική) έγκριση των περιβαλλοντικών όρων.
Όσο αφορά στην ελληνική νομοθεσία, απαγορεύεται ο φόνος, η αιχμαλωσία, η κατοχή και η έκθεση σε δημόσια θέα της καφέ αρκούδας σύμφωνα με το άρθρο 258, παρ. 2ε και 2ζ (Ν.Δ. 86/69) του Δασικού Κώδικα. Τέλος, σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο των απειλούμενων ζώων της Ελλάδας (2009), η καφέ αρκούδα ταξινομείται στα κινδυνεύοντα είδη στην Ελλάδα και στα τρωτά διεθνώς.
Συνοπτικά οι βασικές απειλές και πιέσεις για την καφέ αρκούδα στην Ελλάδα είναι:
1. Η υποβάθμιση/καταστροφή και κατακερματισμός του βιοτόπου του είδους. Για αυτό μπορεί να οφείλονται μεγάλα τεχνικά έργα (αυτοκινητόδρομοι, αιολικοί σταθμοί, φράγματα κ.α.), αλλά και δασικές πυρκαγιές, αποψιλωτικές υλοτομίες κ.λπ.
2. Η παράνομη εξόντωση ατόμων από λαθροθήρες.
3. Η θανάτωση ατόμων λόγω της ευρείας χρήσης των δηλητηριασμένων δολωμάτων.
4. Η θανάτωση ατόμων στα οδικά δίκτυα λόγω τροχαίων ατυχημάτων.
Η ΚΑΛΛΙΣΤΩ προσπαθεί να μειώσει αυτούς του κινδύνους για την καφέ αρκούδα με παρεμβάσεις για τον περιβαλλοντικό έλεγχο των έργων υποδομών και επιστημονική έρευνα για την παρακολούθηση των επιπτώσεών τους. Όπου κρίνεται σκόπιμο, ασκεί πίεση για τη λήψη μέτρων μείωσης των τροχαίων ατυχημάτων, αλλά και μέτρων για την ελαχιστοποίηση της καταστροφής του βιοτόπου του είδους και τη διατήρηση της συνδεσιμότητας. Επιπλέον, προωθεί τη διάδοση και χρήση μέτρων πρόληψης ζημιών από μεγάλα σαρκοφάγα, όπως είναι οι ηλεκτροφόρες περιφράξεις και οι σκύλοι φύλαξης κοπαδιών για άμβλυνση της σύγκρουσης του είδους με τον άνθρωπο. Για τον ίδιο σκοπό, λειτουργεί και Ομάδα Άμεσης Επέμβασης που μεσολαβεί σε οποιοδήποτε περιστατικό αλληλεπίδρασης ανθρώπου και αρκούδας. Τέλος, και σε σχέση με το ευρύτερο κοινό, πραγματοποιεί συστηματικές εκστρατείες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, ενώ προωθεί τις συμμετοχικές διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων σε θέματα διαχείρισης της άγριας πανίδας.
Τα 8 είδη αρκούδας που υπάρχουν σήμερα στον πλανήτη είναι
Οι δράσεις μας
Παρακολούθηση της πανίδας στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου
LEARN MORE