ΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Γράμμος - Βόϊο

image

Το ορεινό συγκρότημα του Γράμμου, βόρεια απόληξη της οροσειράς της Πίνδου, απλώνεται στους Νομούς της Καστοριάς και των Ιωαννίνων, χωρίζοντας τη Δυτική Μακεδονία από την Ήπειρο και ταυτόχρονα την Ελλάδα από τη γειτονική Αλβανία. Υψώνεται μέχρι τα 2521μ. την κορυφή Τσούκα Πέτσικ, αποτελώντας το τέταρτο ψηλότερο βουνό στην Ελλάδα.

 

Στα νοτιοανατολικά θα συναντήσουμε τα Όντρια και το Βόιο, το οποίο χωρίζεται από το Γράμμο με τον ποταμό Σαραντάπορο, τον έναν από τους δύο ποταμούς που πηγάζουν από τις πηγες και τα χιόνια του Γράμμου και των γύρω βουνών. Ο άλλος είναι φυσικά ο Αλιάκμονας, ο μεγαλύτερος σε μήκος ελληνικός ποταμός.

 

Η καρδιά αυτού του ορεινού συμπλέγματος, στις κορυφές του Γράμμου, αποτελεί μια από τις Περιοχές του Δικτύου Natura 2000 (GR1320002 – Κορυφές όρους Γράμμου), όπως ο Σμόλικας (GR2130002 – Κορυφές όρους Σμόλικα), που συνδέει από τα νότια την περιοχή με την υπόλοιπη Πίνδο. Με το ν. 4685/2020, όπως τροποποιήθηκε από τους ν. 4722/2020 και ν. 4819/2021, ο Γράμμος υπάγεται στην Μονάδα Διαχείρισης της Βόρειας Πίνδου.

Λίγα λόγια για την ιστορία της περιοχής

Τα βουνά αυτά φιλοξένησαν για αιώνες διαφορετικές φυλές, γλώσσες, θρησκείες και τέχνες. Ψηλότερα στο βουνό, οι κοινότητες των βλάχων, αρχικά κτηνοτροφικές, εξελίχθηκαν σε κέντρα εμπορίου, βιοτεχνίας και πολιτισμού. Κοντά τους, ανέβαιναν με τα κοπάδια τους Αρβανιτόβλαχοι και Σαρακατσάνοι. Νοτιοανατολικά βρίσκονταν τα χωριά των μουσουλμάνων και των αλβανών μπέηδων και τα μαστοροχώρια του Σαρανταπόρου, γνωστά για τους μαστόρους της πέτρας “που έχτισαν τον κόσμο”. Ακόμα, υπήρχαν χωριά σλαβόφωνα κοντά στη σημερινή μεθόριο όπου μετά τη συνθήκη της Λωζάνης και πιο ειδικά με το 1924 κατοικήθηκαν από πρόσφυγες μετά τις ανταλλαγές.

Οι αιώνες συμβίωσης διακόπηκαν από τους μεγάλους πολέμους του 20ου αιώνα, τους δύο Παγκόσμιους, τους Βαλκανικούς και τον Εμφύλιο. Η ανταλλαγή πληθυσμών και στη συνέχεια η μετανάστευση και η αστυφιλία ερήμωσαν σχεδόν όλα τα χωριά, αφήνοντας μόνο λίγα κέντρα, όπως το Νεστόριο. Ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες του ‘40 και του ‘60, η περιοχή θα χάσει τα ⅔ των κατοίκων της.

Post Image

Η περιοχή της Καστοριάς θα στραφεί για αρκετές δεκαετίες στην επεξεργασία και την εμπορία της γούνας. Η κρίση της δεκαετίας του ‘80 θα την οδηγήσει σε νέες αναζητήσεις, μεταξύ των οποίων και η ανάπτυξη του οικοτουρισμού.

 

Στα ορεινά, βασική χρήση της γης παραμένει η δασική εκμετάλλευση, η οποία αφορά το 48% της έκτασης και γίνεται – συνήθως – με αειφορικό. Ειδικά τα δάση των ψηλών κωνοφόρων διακρίνονται για την υψηλή παραγωγικότητα τους, που αφήνει ένα σημαντικό εισόδημα στην περιοχή. Η υπόλοιπη έκταση μοιράζεται πρωτίστως στην ορεινή κτηνοτροφία – ο περιορισμός της οποίας οδήγησε στη φυσική αναδάσωση πολλών αποψιλωμένων προπολεμικά εκτάσεων, αλλά στέρησε από την άγρια πανίδα τη βασική πηγή διατροφής της – και δευτερευόντως στη γεωργία, κυρίως σιτηρών.

 

img

Μετά τα ελληνοαλβανικά σύνορα, το ορεινό σύμπλεγμα του Γράμμου συνεχίζεται στην αλβανική Μοράβα: ένα βουνό που καλύπτεται από φυσικά, πυκνά, μικτά δάση με κυρίαρχα είδη το έλατο, τη μαύρη πεύκη και την οξιά.

 

Είναι φανερό ότι οι πληθυσμοί των άγριων ζώων, όπως η αρκούδα και ο λύκος, δεν αναγνωρίζουν τις νοητές συνοριογραμμές και μετακινούνται μεταξύ των δύο χωρών, αποδεικνύοντας τον ενιαίο χαρακτήρα των διασυνοριακών βιοτόπων. Το ίδιο ισχύει όμως και για τους κινδύνους, άρα πρέπει να ισχύει και για τις δράσεις προστασίας. Η “Καλλιστώ”, ως Περιβαλλοντική Οργάνωση, δίνει προτεραιότητα στη διαβαλκανική συνεργασία των περιβαλλοντικών οργανώσεων για την προστασία της κοινής μας φύσης.

img

Αυτό που χαρακτηρίζει το Γράμμο και τα γύρω βουνά, είναι η ποικιλία του τοπίου: από τις δασωμένες πλαγιές ως τα αλπικά λιβάδια και από τα χαμηλά φαράγγια ως τις κορυφογραμμές, κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του τοπίου παίζει το ιδιαίτερο γεωλογικό υπόβαθρο της περιοχής, που με τη βοήθεια του νερού και του αέρα έχει δώσει μοναδικές διαμορφώσεις. Απότομες πλαγιές, βραχώδεις εξάρσεις, δίδυμες κορυφές, ηγεμονεύουν στο οπτικό τοπίο και δίνουν την αφορμή για τα περισσότερα τοπωνύμια.

 

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι τα Όντρια, στα νοτιοανατολικά του Γράμμου, πάνω από τον οικισμό Βράχος. Ο ασβεστόλιθος της περιοχής έχει διαμορφωθεί σε ένα τεράστιο, επίπεδο οροπέδιο, με μέγιστο υψόμετρο τα 1520 μ., περιβεβλημένο από απότομα πέτρινα “τοίχοι”, που δίνουν την αίσθηση φρουρίου. Το νερό και η βλάστηση έχουν χαράξει στο μαλακό βράχο ένα περίπλοκο σύνολο από δολίνες και κοιλώματα, τα οποία με τη σειρά τους θα προσφέρουν καταφύγιο σε εκατοντάδες είδη φυτών και μικρών ζώων.

img

Το ιδιαίτερο γεωλογικό υπόβαθρο, με πετρώματα σπάνια όπως του σερμπεντίνη, το υγρό κλίμα και κυρίως η απομόνωση των ορεινών αυτών περιοχών έχουν διαμορφώσει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα χλωρίδα. Ο χλωριδικός κατάλογος, χωρίς να είναι σίγουρα εξαντλητικός, περιλαμβάνει 487 κατηγορίες (είδη, υποείδη και ποικιλίες). Δεκάδες από αυτά είναι σπάνια ή σημαντικά, ενώ 21 είναι ενδημικά του Γράμμου, της Βόρειας Πίνδου ή της ευρύτερης ορεινής περιοχής.

 

Η βλάστηση αυτή απλώνεται σε μια μεγάλη ποικιλία διαφόρων τύπων οικοτόπων, ανάμεσα στους οποίους αξίζει να σημειώσουμε σίγουρα τα αλπικά λιβάδια, τους πέτρινους σχηματισμούς και τις υδατοσυλλογές που βρίσκονται σπαρμένες σε όλη την έκταση.

img

Ακόμα και ένα ανειδίκευτο μάτι, θα μπορέσει να ξεχωρίσει τις τέσσερις βασικές ζώνες στην βλάστηση του Γράμμου. Χαμηλά, η παραποτάμια βλάστηση κατά μήκος των ρεματιών και των κοιλάδων, η οποία μπορεί να πάρει και τη χαρακτηριστική μορφή “στοάς”, με κυρίαρχα τα σκλήθρα (Alnus) και τις ιτιές (Salix). Σε κάποιες χαράδρες αναπτύσσονται και ιδιαίτεροι συνδυασμοί απαιτητικών φυλλοβόλων, όπως σφενδάμια (Acer), φτέλιες (Ulmus), φλαμουριές (Tilia cordata) και ιπποκαστανιές (Aesculus hippocastanum).

 

Ψηλότερα αναπτύσσεται η ζώνη της δρυός, κυρίως με Quercus trojana, που σχηματίζει θαμνώνες ή χαμηλά δάση μικτά με άλλα φυλλοβόλα. Πάνω από τα 1000 μ., συναντάμε τα πυκνά δάση που κυριαρχεί η Μαύρη Πεύκη (Pinus nigra), Η Οξιά (Fagus sylvatica) και η Ελάτη (Pinus leucodermis). Ανάμεσα τους θα ξεχωρίσουμε το μικτό δάσος οξιάς και κωνοφόρων του Φλάμπουρου, το οποίο δεν έχει υποστεί ποτέ καμιά δασική εκμετάλλευση, αποκτώντας μεγάλη οικολογική αξία (εντάχθηκε έτσι στο Κατάλογο Βιογενετικών Αποθεμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, κηρύχθηκε Μνημείο της Φύσης και αποτελεί σήμερα τμήμα της Περιοχής Natura 2000). Οι περιοχές που βρίσκονται πάνω από τα 1500 μ. και καλύπτονται πολλούς μήνες το χρόνο από χιόνι, σχηματίζουν εκτενή αλπικά λιβάδια, πολύτιμους θερινούς βοσκότοπους αλλά και πολύτιμα καταφύγια σπάνιας ποώδους χλωρίδας. Η παρατεταμένη μάλιστα καλοκαιρινή ανθοφορία των αλπικών κατοίκων, δημιουργεί μια αίσθηση άνοιξης στην καρδιά ακόμα του καλοκαιριού.

img

Στα αλπικά λιβάδια έχουμε την ευκαιρία να δούμε και τις σπάνιες για τα ελληνικά βουνά αλπικές λίμνες της περιοχής: τη Μουτσάλια, στα 1730 μ., στην Επάνω Αρένα και τη Γκιστόβα, ή Αλπική Λίμνη Γράμμου, κοντά στις κορυφές του βουνού, στα 2350 μ., ψηλότερα από κάθε άλλη ορεινή λίμνη στην Ελλάδα.

 

Οι αλπικές λίμνες κάτω από τις απότομες κορυφές και ανάμεσα σε εκτενή, καταπράσινα λιβάδια διατηρούν νερό όλο το χρόνο, και συνθέτουν ένα ριζικά διαφορετικό τοπίο που εντυπωσιάζει βαθειά κάθε επισκέπτη. Προσφέρουν όμως και ενδιαίτημα σε μια εξίσου ιδιαίτερη πανίδα, όπως είναι τα τρία είδη των τριτώνων, των “ψαριών με τα πόδια”, (Triturus cristatus ή λοφιοφόρος, T. Alpestris ή αλπικός και T. Vulgaris ή κοινός). Μικρότερες προσωρινές ή μόνιμες υδατοσυλλογές σε άλλα σημεία των αλπικών λιβαδιών του Γράμμου, όπως στην τοποθεσία Τυροκομείο στα 1830 μ., ή στα ελληνοαλβανικά σύνορα, συμβάλλουν επίσης στην ποικιλία του τοπίου και την ανάπτυξη της πανίδας.

img

Από τα αλπικά λιβάδια κάτω ακριβώς από τις κορυφές του Γράμμου πηγάζει και ο Αλιάκμονας, μέσα από ένα δίκτυο μικρών χειμάρρων που χαράσσει την επιφάνεια των λιβαδιών. Παρακάτω θα συνεχίζει την πορεία του διαδοχικά μέσα από την κοιλάδα της Γράμμουστας, όπου υπάρχει ο ομώνυμος ιστορικός οικισμός, και μέσα από το εντυπωσιακό φαράγγι Καταφίκι, σε μια σπηλιά του οποίου είχε στηθεί το πρόχειρο νοσοκομείο των ανταρτών στον Εμφύλιο. Κατόπιν συνεχίζει ανάμεσα από δασωμένες πλαγιές, παραποτάμια δάση και εγκαταλελειμμένους οικισμούς μέχρι να φτάσει στην κοιλάδα του Νεστορίου.

 

Αρκετά χιλιόμετρα αργότερα, θα παραδοθεί και αυτός στα μεγάλα Υδροηλεκτρικά Φράγματα που άλλαξαν την εικόνα των μεγάλων ποταμών της Βορείου Ελλάδας. Όχι βέβαια χωρίς συνέπειες.

img

Πέρα από τα προσβάσιμα σε εμάς αλπικά λιβάδια, στις πλέον απόκρημνες βραχώδεις ή δασωμένες πλαγιές, βρίσκουν καταφύγιο μικρά κοπάδια Αγριόγιδου (Rupicapra rupicapra balcanica), αυτής της σπάνιας αντιλόπης των βαλκανικών βουνών.

Στα δάση του Γράμμου απαντώνται σταθεροί πληθυσμοί πολλών μεγάλων θηλαστικών: Βίδρες (Lutra lutra) – “δείκτες” της καθαρότητας των ρεμάτων της περιοχής, λύκοι (Canis lupus), αγριόγατες (Felixa sylvestris), ζαρκάδια (Capreolus capreolus), αγριογούρουνα (Sus scrofa) και άλλα μικρότερα. Τα μόνα που φαίνεται να έχουν χαθεί από την περιοχή είναι τα ελάφια, και οι λύγκες, το μεγάλο αιλουροειδές της Ευρώπης, για το οποίο όμως όλοι μας διατηρούμε τις ελπίδες ότι θα ξαναδούμε μια μέρα.

img

Ανάμεσα στην πανίδα των θηλαστικών ξεχωρίζει αναμφίβολα η αρκούδα (Ursus arctos), η παρουσία της οποίας αποτέλεσε και βασικό λόγο ένταξης της περιοχής στο Δίκτυο Natura 2000. Οι έρευνες που έγιναν στην περιοχή, με καταγραφή βιοδηλωτικών ιχνών, ραδιοπαρακολούθησης και αυτόματης φωτογράφησης, έδειξαν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις περιοχές με παρουσία της αρκούδας σε ευαίσθητες φάσεις του ετήσιου κύκλου της και βοήθησε στις προτάσεις για τη ζώνωση της περιοχής.

Ο πληθυσμός αυτός συνδέεται, με δυσκολία, με τον κεντρικό υποπληθυσμό της Πίνδου και της υπόλοιπης Δυτικής Μακεδονίας, αλλά και με ένα μικρότερο υποπληθυσμό στο αλβανικό τμήμα του συμπλέγματος, το Όρος Μοράβα.

Παρότι τα κρούσματα άμεση εξόντωσης της αρκούδας έχουν σαφώς μειωθεί, ευνοϊκό σημάδι για την απόδειξη της βελτίωσης των όρων συνύπαρξης ανθρώπου και άγριας ζωής. Οι κίνδυνοι όμως δεν έχουν εξαλειφθεί, κυρίως από την όχληση, την υποβάθμιση και την πολυδιάσπαση του βιοτόπου της.

img

142 είδη πουλιών, αριθμός μεγάλος για μια καθαρά ορεινή περιοχή, συμπληρώνουν την πανίδα του Γράμμου. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν 21 αρπακτικά πουλιά, όπως το σπάνιο Διπλσάινο (Accipiter gentiles), ο Λιβαδόκιρκος (Circus pygargus) και το Μαυροκιρκίνεζο (Falco vespertinus), ο Χρυσαετός (Aquila chrysaetus) και ο Σταυραετός (Hieraaetus pennatus), ακόμα ο μικρός γύπας Ασπροπάρης (Neophron percnopterus).
Τα ποτάμια της περιοχής φιλοξενούν ακόμα πληθυσμούς από 15 είδη ψαριών: πέστροφες, τσιρώνια, γουρουνομύτες, γυφτόψαρα, χέλια κ.α.

img

Αιώνες ανθρώπινης παρουσίας και εργασίας, μέχρι τις βίαιες ανατροπές του 20ου αιώνα, άφησαν πίσω τους ευανάγνωστα σημάδια, ακόμα και στις πιο απομονωμένες γωνιές του Γράμμου. Ερείπια παλιών οικισμών και εγκαταλελειμμένων οπωρώνων αποτελούν σήμερα αναπόσπαστα στοιχεία του τοπίου, με ιδιαίτερο οικολογικό ρόλο. Οι κορτσιές, οι κερασιές, οι μηλιές και οι δαμασκηνιές των εγκαταλελειμμένων χωριών αποτελούν σήμερα μια σημαντική πηγή διατροφής για την αρκούδα αλλά και άλλα μέλη της άγριας πανίδας.

 

Τα παλιά μονοπάτια, πολλά από τα οποία διασχίζουν τα δεκάδες ρέματα της περιοχής πάνω από τοξωτά πέτρινα γεφύρια, αποτελούν ακόμα τον ηπιότερο και ομορφότερο τρόπο να επισκεφθεί κανείς το δάσος.

img